- μαγαρίζω
- (Μ μαγαρίζω)1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω2. μιαίνω, μολύνω3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω5. ντροπιάζω6. αλλαξοπιστώ7. αμαρτάνω8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, -η, -ο(ν)α) μιαρός, μολυσμένοςβ) (για θρησκευτ. ζητήματα) απαγορευμένος·γ) αρτυμένοςδ) αρνησίθρησκοςε) (για Μωαμεθανό και Εβραίο) αλλόδοξος, αλλόθρησκοςστ) αμαρτωλός, ανήθικος, ασελγήςζ) άπιστοςη) αυτός που παραβαίνει την καθιερωμένη νηστείαθ) ως ύβρηνεοελλ.1. αναγκάζω κάποιον να παραβεί την καθιερωμένη νηστεία («μέ μαγάρισε τη Μεγάλη Παρασκευή»)2. αναγκάζω κάποιον να γευθεί κάτι που δεν τρώγεται («πουλούσε σκυλήσιο κρέας για κατσίκι και μαγάρισε τον κόσμο»)3. αποπατώ, κοπρίζω («η γάτα μαγάρισε το σπίτι»)4. κάνω κάτι να μην τρώγεται μολύνοντάς το («ο ποντικός μαγάρισε το τυρί»)μσν.(αμτβ.)1. μολύνομαι, αμαρτάνω2. λερώνομαι, λεκιάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μεγαρίζω «λατρεύω σε μέγαρα» με αφομοιωτική τροπή τού -ε- σε -α-. Το ρ. μεγαρίζω αναφερόταν σε λατρευτικές εκδηλώσεις μέσα σε σπήλαια προς τιμήν τής θεάς Δήμητρος από ειδωλολάτρες, από όπου απέκτησε εκ τών υστέρων υβριστική σημ. για τους χριστιανούς. Η μτχ. παρακμ. μαγαρισμένος αρχικά σήμαινε εκείνον που μετείχε σε ειδωλολατρικές τελετές και κατά τους χριστιανικούς χρόνους κατέληξε να σημαίνει «μιαρός, αρνησίθρησκος, αντίχριστος». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μαγαρίζω προήλθε αφομοιωτικά από μεγαρίζω < μεγαρικά (αγγεία) < Μέγαρα, τύπους που ήταν πολύ εύχρηστοι στην εμπορική γλώσσα].
Dictionary of Greek. 2013.